- έτετμον
- ἔτετμον και τέτμον (Α)(επικ. αόρ. β' χωρίς ενεστ.) συνάντησα, βρήκα τυχαία («τὴν δ' ἔνδοθι τέτμεν ἐοῡσαν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέτμον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔτετμον — τέτμον overtake aor ind act 3rd pl τέτμον overtake aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέτμον — και ἔτετμον Α (επικ. αόρ. χωρίς ενεστ.) 1. κατέφθασα, έφθασα, βρήκα 2. έγινα μέτοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για τον αόρ. ενός αμάρτυρου ρ., σχηματισμένο με διπλασιασμό από μια μηδενισμένη βαθμίδα τμ (πρβλ. αόρ. ἔ πε φν ον, βλ. λ.… … Dictionary of Greek